- κόμψευμα
- το (ΑM κόμψευμα) [κομψεύω]αυτό που λέγεται με λεπτότητα, κομψός λόγος («δῆλον ὅτι τὸ κόμψευμα ἂν εἴη τοῡτο ψεῡδος», Αριστοτ.)νεοελλ.1. κομψός τρόπος, κομψότητα συμπεριφοράς2. κομψό ντύσιμοαρχ.ευφυής, πανούργος λόγος, πανουργία.
Dictionary of Greek. 2013.