κόμψευμα

κόμψευμα
το (ΑM κόμψευμα) [κομψεύω]
αυτό που λέγεται με λεπτότητα, κομψός λόγος («δῆλον ὅτι τὸ κόμψευμα ἂν εἴη τοῡτο ψεῡδος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. κομψός τρόπος, κομψότητα συμπεριφοράς
2. κομψό ντύσιμο
αρχ.
ευφυής, πανούργος λόγος, πανουργία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόμψευμα — ingenious invention neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμψευμα — το, ατος κομψός τρόπος ή λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομψευμάτων — κόμψευμα ingenious invention neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψεύμασιν — κόμψευμα ingenious invention neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψεύματα — κόμψευμα ingenious invention neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομψολόγημα — το κομψός λόγος, κόμψευμα, κομψολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστάθιο Α. Σίμο] …   Dictionary of Greek

  • ψυχροκόμψευμα — τὸ, Α ψυχρή έπαρση, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + κόμψευμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”